- αλυχτουρώ
- (-άω και -έω)1. γαβγίζω, ουρλιάζω2. γκρινιάζω, παραπονιέμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίστηκε υποχωρητικά από το μσν. ἀλυχτουρυόμαι < ἀλυχτῶ + οὐρυόμαι.ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχτούρισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλυχτούρισμα — το θρηνώδες γάβγισμα, ούρλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτουρώ, κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε ίζω] … Dictionary of Greek